- εξαρκώ
- (AM ἐξαρκώ, -έω)1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.)2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.)3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά δυνατός, βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)4. (με δοτ. ή αιτ.) α) βοηθώ, επικουρώ, σπεύδω σε βοήθειαβ) έχω σε αρκετή ποσότητα, έχω αρκετά5. φρ. α) «ἐξαρκῶ ἐμοί» — είμαι ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, μού φτάνειβ) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ πρός τι» — επαρκώ, είμαι αρκετός για κάτιγ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — προσφέρω υπέρ κάποιουδ) «οὐκ ἐξαρκεῑ μόνον τινί» — δεν είναι αρκετό για κάποιον απλώς να...ε) «ἐξαρκῶ πᾱσιν» — είμαι ικανός να τά βάλω με όλους.
Dictionary of Greek. 2013.